ιδιογονία

ιδιογονία
ἰδιογονία, ἡ (Α)
το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -γονια (-γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γονία, κοσμο-γονία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰδιογονίᾳ — ἰδιογονίᾱͅ , ἰδιογονία breeding only with one s own kind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”